εὐεργετεῖ — εὐεργετέω to be a benefactor pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) εὐεργετέω to be a benefactor pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθοεργός — ή, ό (Α ἀγαθοεργός, όν και ουργός, όν) αυτός που κάνει καλές πράξεις, που ασκεί τη φιλανθρωπία χωρίς αντάλλαγμα, ελπίδα ανταπαδόσεως ή μειωτική επιρροή σ’ αυτόν που ευεργετεί, φιλάνθρωπος, ευεργετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγαθός + εργός < έργον. ΠΑΡ … Dictionary of Greek
ευποιητικός — εὐποιητικός, ή, όν (Α) [ευποίητος] 1. αυτός που είναι πρόθυμος να ευεργετεί, ο ευεργετικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐποιητικόν η ευεργεσία 3. αστρολ. η ευεργετική δύναμη τών πλανητών … Dictionary of Greek
ονησιφόρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο απόστολος εκ των O’. Ήταν συνεργάτης του απόστολου Παύλου. Από την Έφεσο πήγε στη Ρώμη, όπου είχε εγκατασταθεί ο Παύλος και τον βοήθησε (επιστολή προς Τιμόθεον α 16). Είναι γνωστός ως επίσκοπος του… … Dictionary of Greek
παντευεργέτης — ὁ, Α αυτός που ευεργετεί τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + εὐεργέτης] … Dictionary of Greek
σποδός — ἡ, ΝΜΑ 1. μισοσβησμένη στάχτη, καφτή στάχτη από ξύλα ή ξυλάνθρακες, χόβολη («τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῡ ἤλασα πολλῆς», Ομ. Οδ.) 2. η στάχτη από καμμένο νεκρό (α. «διασκόρπισαν τη σποδό της στη θάλασσα» β. «ἀντὶ δὲ φωτῶν τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκάστου… … Dictionary of Greek
ευεργέτης — ο θηλ. ισσα αυτός που ευεργετεί, που δίνει αξιόλογη βοήθεια σε κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)