εὐεργέτει

εὐεργέτει
εὐεργετέω
to be a benefactor
imperf ind act 3rd sg (attic epic)
εὐεργετέω
to be a benefactor
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
εὐεργετέω
to be a benefactor
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὐεργετεῖ — εὐεργετέω to be a benefactor pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) εὐεργετέω to be a benefactor pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαθοεργός — ή, ό (Α ἀγαθοεργός, όν και ουργός, όν) αυτός που κάνει καλές πράξεις, που ασκεί τη φιλανθρωπία χωρίς αντάλλαγμα, ελπίδα ανταπαδόσεως ή μειωτική επιρροή σ’ αυτόν που ευεργετεί, φιλάνθρωπος, ευεργετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγαθός + εργός < έργον. ΠΑΡ …   Dictionary of Greek

  • ευποιητικός — εὐποιητικός, ή, όν (Α) [ευποίητος] 1. αυτός που είναι πρόθυμος να ευεργετεί, ο ευεργετικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐποιητικόν η ευεργεσία 3. αστρολ. η ευεργετική δύναμη τών πλανητών …   Dictionary of Greek

  • ονησιφόρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο απόστολος εκ των O’. Ήταν συνεργάτης του απόστολου Παύλου. Από την Έφεσο πήγε στη Ρώμη, όπου είχε εγκατασταθεί ο Παύλος και τον βοήθησε (επιστολή προς Τιμόθεον α 16). Είναι γνωστός ως επίσκοπος του… …   Dictionary of Greek

  • παντευεργέτης — ὁ, Α αυτός που ευεργετεί τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + εὐεργέτης] …   Dictionary of Greek

  • σποδός — ἡ, ΝΜΑ 1. μισοσβησμένη στάχτη, καφτή στάχτη από ξύλα ή ξυλάνθρακες, χόβολη («τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῡ ἤλασα πολλῆς», Ομ. Οδ.) 2. η στάχτη από καμμένο νεκρό (α. «διασκόρπισαν τη σποδό της στη θάλασσα» β. «ἀντὶ δὲ φωτῶν τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκάστου… …   Dictionary of Greek

  • ευεργέτης — ο θηλ. ισσα αυτός που ευεργετεί, που δίνει αξιόλογη βοήθεια σε κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”